- μπάσος
- -α, -ο(λ. ιταλ.), βαθύφωνος: Η φωνή του είναι μπάσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπάσος — α, ο 1. χαμηλός 2. φρ. «μπάσα φωνή» μουσ. α) χαμηλή, βαθιά φωνή, η φωνή τού βαθυφώνου 3. το αρσ. ως ουσ. ο μπάσος ο βαθύφωνος 4. το ουδ. ως ουσ. το μπάσο βλ. μπάσο. επίρρ... μπάσα με μπάσο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μπάσο] … Dictionary of Greek
τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… … Dictionary of Greek
βαθύφωνος — Τραγουδιστής που, από άποψη φωνητικής έκτασης, διαθέτει τους βαθύτερους φθόγγους της αντρικής φωνής. Ανάλογα με την ποιότητα του ηχοχρώματος και τις εκφραστικές του δυνατότητες, ο β. διακρίνεται σε δραματικό ή μπάσο προφόντο (basso profondo), με… … Dictionary of Greek
βαθύφωνος — η, ο αυτός που έχει τη βαθύτερη κλίμακα της ανθρώπινης φωνής, ο μπάσος: Το σοβαρότερο ρόλο σ’ αυτή την όπερα έχει ο βαθύφωνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)